κομπασμα

κομπασμα
    κόμπασμα
    -ατος τό (только pl.) хвастливая речь, похвальба Aesch., Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κομπασμα" в других словарях:

  • Κόμπασμα — boasts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμπασμα — boasts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμπασμα — το (Α κόμπασμα) κομπασμός, καύχηση, καυχησιολογία, κομπαστικά λόγια («ὃς αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν ὑψηγόρων κομπασμάτων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κομπάζω η λ. στην αρχ. ελλ. απαντά κανονικώς σε πληθ. αριθμό] …   Dictionary of Greek

  • Κομπασμάτων — Κόμπασμα boasts neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπασμάτων — κόμπασμα boasts neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κομπάσμασι — Κόμπασμα boasts neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπάσμασι — κόμπασμα boasts neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κομπάσμασιν — Κόμπασμα boasts neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπάσμασιν — κόμπασμα boasts neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κομπάσματα — Κόμπασμα boasts neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπάσματα — κόμπασμα boasts neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»